1. Διάγνωση πάσχοντος εμβρύου από νωτιαία μυϊκή ατροφία – SMA
Στις 4/4/2013 παραπέμφθηκε στο κέντρο μας δείγμα αμνιακού υγρού για την εκτέλεση προγεννητικού χρωμοσωματικού ελέγχου. Η αιτία του ελέγχου ήταν η προχωρημένη αναπαραγωγική ηλικία της μητέρας.
Παράλληλα με τον χρωμοσωματικό έλεγχο, ένα μέρος του δείγματος χρησιμοποιήθηκε για το γενετικό έλεγχο της νωτιαίας μυϊκής ατροφίας – SMA, που μόλις είχαμε ξεκινήσει να εφαρμόζουμε ως συμπληρωματική εξέταση ρουτίνας σε όλους τους προγεννητικούς χρωμοσωματικούς ελέγχους
Ο έλεγχος αυτός αποκάλυψε ότι το έμβρυο έπασχε από νωτιαία μυϊκή ατροφία – SMA, αφού βρέθηκε ομοζυγώτης για τη γνωστή παθολογική έλλειψη των εξονίων 7 και 8 του γονιδίου SMN1.
Ο γενετικός έλεγχος των γονέων που αμέσως ακολούθησε αποκάλυψε ότι ο καθένας ήταν (ανυποψίαστος) φορέας της νόσου, έχοντας κίνδυνο 25% να αποκτούν πάσχοντα παιδιά.
Το περιστατικό αυτό αναδεικνύει με ξεκάθαρο τρόπο την ιδιαίτερη αξία του μαζικού προγεννητικού προληπτικού ελέγχου που σχεδιάσαμε για τη νωτιαία μυϊκή ατροφία – SMA, αποτρέποντας την απρόβλεπτη γέννηση ενός έστω, μέχρι σήμερα, πάσχοντος παιδιού, προσφέροντας ταυτόχρονα τη γνώση του κινδύνου και της πρόληψης για επόμενες κυήσεις στην οικογένεια.
2. Εφαρμογή γενωμικού ελέγχου για τη διάγνωση πάσχοντος από μυϊκή δυστροφία Duchenne/Becker
Στις 17/10/2012 παραπέμφθηκε στο κέντρο μας περιστατικό με οικογενειακό ιστορικό πάσχοντα (32 ετών) από πιθανή μυϊκή δυστροφία Duchenne/Becker, που η αδελφή του πάσχοντα ήταν έγκυος στην πρώτη της κύηση, ήδη στην 13η εβδομάδα. Ο σκοπός του γενετικού ελέγχου ήταν να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του συγκεκριμένου τύπου μυϊκής δυστροφίας στον πάσχοντα αδελφό της εγκύου, με την αποκάλυψη της παθολογικής μετάλλαξης, ώστε να εκτελεσθεί στη συνέχεια έλεγχος φορέα στην αδελφή (50% κίνδυνος) και στη συνέχεια πιθανός προγεννητικός έλεγχος στο κυοφορούμενο έμβρυο.
Στο βαθμό που: (α) τα κλινικά συμπτώματα στον πάσχοντα δεν ήταν σε θέση να αποκλείσουν με βεβαιότητα τη διάγνωση άλλου τύπου μυϊκής δυστροφίας , (β) ο πρώτος γενετικός έλεγχος για ελλείψεις/διπλασιασμούς του γονιδίου DMD (για 75-80% των μεταλλάξεων) ήταν αρνητικός, και (γ) λόγω της κύησης, υπήρχε περιορισμένος χρόνος για περαιτέρω ελέγχους σε περίπτωση που δεν επιβεβαιωνόταν η διάγνωση της μυϊκής δυστροφίας Duchenne/Becker με στοχευμένο έλεγχο του γονιδίου DMD μόνο, μετά από γενετική συμβουλή αποφασίστηκε η εκτέλεση γενωμικού ελέγχου στον πάσχοντα αδελφό για~370 γονίδια που σχετίζονται με όλος τις γνωστές μυϊκές δυστροφίες και νευρομυϊκά νοσήματα.
Ο γενωμικός έλεγχος, που ολοκληρώθηκε σε 8 εβδομάδες, αποκάλυψε την παρουσία της νέας μετάλλαξης c.531-24T>G στο ιντρόνιο 6 του γονιδίου DMD, που δεν είχε αναφερθεί προηγούμενα στη διεθνή βιβλιογραφία. Η αξιολόγηση της νέας αυτής μετάλλαξης στον πάσχοντα οδήγησε στην εκτίμηση ότι η μετάλλαξη έχει παθολογική επίδραση στη σωστή έκφραση του γονιδίου , οδηγώντας σε σχετικά ηπιότερα κλινικά συμπτώματα της νόσου. Η κληρονομικότητα της μετάλλαξης στην ευρύτερη οικογένεια επιβεβαίωσε γρήγορα ότι η μητέρα του πάσχοντα έφερε (όπως θα περιμέναμε) τη παθολογική μετάλλαξη, την οποία δεν έφερε ο άλλος υγιής αδελφός, που όμως έφερε η έγκυος αδελφή του πάσχοντα (φορέας).
Ο προγεννητικός γενετικός έλεγχος την 22η εβδομάδα της κύησης, που αμέσως ακολούθησε στην έγκυο στις 17/12/2012 με λήψη αμνιακού υγρού, αποκάλυψε ότι το άρρεν έμβρυο είχε κληρονομήσει τη παθολογική μετάλλαξη κι επομένως θα έπασχε από τη νόσο.
Το περιστατικό αυτό αναδεικνύει με την ιδιαίτερη αξία του γενωμικού ελέγχου για νευρομυϊκά νοσήματα, αφού στην ειδική αυτή περίπτωση, μέσα σε διάστημα 8 εβδομάδων κι εντός κύησης, προσέφερε πλήρη κάλυψη για σχεδόν όλους τους γνωστούς τύπους μυϊκής δυστροφίας κι αποκάλυψε τη γενετική αιτία της νόσου, προλαμβάνοντας τη γέννηση πάσχοντος παιδιού. Να σημειώσουμε ότι μερικούς μήνες μετά, η μητέρα είχε δεύτερη εγκυμοσύνη, πάλι με άρρεν έμβρυο, που αυτή τη φορά διαπιστώθηκε ότι δεν έφερε την παθολογική μετάλλαξη και γεννήθηκε ένα υγιές παιδί.