Οι γενετικές πληροφορίες παρέχουν ένα πολύτιμο μέσο για τον εντοπισμό ατόμων, που έχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου. Οι πηγές των γενετικών πληροφοριών περιλαμβάνουν ανάλυση του DNA από βιολογικά δείγματα, τις πληροφορίες που προέρχονται από το οικογενειακό ιστορικό ενός πάσχοντος ατόμου, καθώς και τα ευρήματα από την κλινική εξέταση και το ιατρικό ιστορικό.
Οι πληροφορίες από την ανάλυση του DNA μπορούν να συγκεντρωθούν, να αποθηκεύονται και να αναλύονται σε οποιαδήποτε στιγμή κατά τη διάρκεια ζωής ενός ατόμου, από τη γέννηση έως και μετά το θάνατο. Το οικογενειακό ιστορικό μπορεί να εντοπίσει άτομα με μέτριο έως αυξημένο κίνδυνο καρκίνου ή μπορεί να χρησιμεύει κι ως το πρώτο βήμα για την αναγνώριση μιας κληρονομικής προδιάθεσης, που προσδίδει πολύ υψηλό κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου.
Ένα ευρύ φάσμα γονιδιωματικών ανωμαλιών, που συμπεριλαμβάνει σημειακές μεταλλάξεις, αλλαγές του αριθμού των αντιγράφων και χρωμοσωματικές αναδιατάξεις, μπορεί να οδηγήσουν στην ανάπτυξη του καρκίνου. Οι περισσότερες από αυτές τις γενετικές βλάβες είναι σωματικές, δηλαδή είναι παρούσες μόνο στα καρκινικά κύτταρα-προσβεβλημένο ιστό κι όχι στους γαμέτες ενός ασθενούς, κι επομένως δε σχετίζονται με τις κληρονομικές μορφές καρκίνου.
Τα τελευταία χρόνια, η ραγδαία ανάπτυξη στο τομέα της γενετικής των καρκίνων έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο τοπίο, με την αναγνώριση επιπλέον γονιδίων που συμμετέχουν στον κίνδυνο εκδήλωσης των καρκίνων, όπως για παράδειγμα 15-17 επιπλέον γονίδια (εκτός των BRCA1 και BRCA2) στο καρκίνο του μαστού, κ.α..
Λόγω της αναδεικνυόμενης μεγάλης γενετικής ετερογένειας των καρκίνων, οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις, με τη δυνατότητα γενωμικών αναλύσεων με τη ταυτόχρονη μαζική παράλληλη ανάλυση δεκάδων έως χιλιάδων γονιδίων μέσω Next Generation Sequencing (NGS), προσφέρουν σήμερα τη δυνατότητα σε ένα βήμα την ταυτόχρονη ανίχνευση μεταλλάξεων πολλαπλών γονιδίων, που σήμερα γνωρίζουμε ότι σχετίζονται με διαφόρους τύπους καρκίνου στον άνθρωπο.
Γενικά, τα γονίδια αυτά περιλαμβάνουν τόσο αυτά που σχετίζονται με κληρονομικούς καρκίνους, όσο κι αυτά στα οποία έχουν εντοπισθεί παθολογικές σωματικές μεταλλάξεις (δηλαδή στον προσβεβλημένο ιστό/όγκο), που συνδέονται με την πρόγνωση ή/και την πιθανή θεραπεία.
Μέχρι σήμερα, έχουν αναγνωρισθεί περισσότερα από 80 γονίδια με γαμετικές (germline) μεταλλάξεις (δηλαδή κληρονομικοί καρκίνοι), που έχει αποδειχθεί ότι εμπλέκονται σε καρκίνους του ανθρώπου. Να σημειωθεί ότι για να ταυτοποιηθούν παθολογικές σωματικές μεταλλάξεις στους καρκίνους, είναι αναγκαίο να γίνει παράλληλη ανάλυση τόσο από δείγμα DNA του προσβεβλημένου ιστού, όσο κι από αντίστοιχο δείγμα από ‘φυσιολογικό’ μη-προσβεβλημένο ιστό του ίδιου ασθενούς (συνήθως περιφερικό αίμα).
Μέχρι και σήμερα, η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος για το γενετικό έλεγχο των κληρονομικών καρκίνων είναι η ανάλυση της αλληλουχίας του DNA με τη κλασσική μέθοδο Sanger, που θεωρείται η ‘μέθοδος αναφοράς’ για την ανίχνευση μεταλλάξεων. Παρόλα αυτά, επειδή τα γονίδια που σχετίζονται με κληρονομικές μορφές καρκίνου είναι πολύ μεγάλα, περισσότερο από ένα και δεν υπάρχουν συγκεκριμένες περιοχές ειδικής ευαισθησίας-συγκέντρωσης μεταλλάξεων (hot spots), η παραδοσιακή αυτή μέθοδος έχει γενικά αποδειχθεί ότι είναι χρονοβόρα, με υψηλό κόστος και με μέτρια έως χαμηλή διαγνωστική απόδοση.