Κυστική ίνωση – 90% των ελληνικών μεταλλάξεων της νόσου

50-60 παιδιά γεννιούνται το χρόνο στην Ελλάδα με κυστική ίνωση. Απέφυγε τον κίνδυνο για το δικό σου παιδί με τον πιο ολοκληρωμένο γενετικό έλεγχο από την InterGenetics

H κυστική ίνωση ή αλλιώς ινοκυστική νόσος αποτελεί το πιο διαδεδομένο κληρονομικό νόσημα στον Καυκάσιο πληθυσμό. Ειδικότερα στην Ελλάδα, 50-60 παιδιά το χρόνο γεννιούνται με κυστική ίνωση ενώ το 4-5% του πληθυσμού θεωρούνται φορείς.

Η πάθηση επηρεάζει τα κύτταρα του σώματός που προκαλούν βλέννα, ιδρώτα και πεπτικά υγρά – εκκρίσεις που υπό φυσιολογικές συνθήκες ρέουν ομαλά μέσα στο σώμα μας. Στους πάσχοντες με κυστική ίνωση, οι σωματικές αυτές εκκρίσεις γίνονται παχύρρευστες και κολλώδης. Σταδιακά, φράζουν οι αεραγωγοί και οι πόροι πολλών οργάνων του σώματος, όπως οι πνεύμονες, το πάγκρεας και το συκώτι. Επιπρόσθετα, στη βλέννα παγιδεύονται και μικρόβια που οδηγούν σε λοιμώξεις. Συχνά, προκαλούνται σοβαρές πνευμονικές βλάβες, όπως κύστεις (σάκοι γεμάτες με υγρό) και ίνωση (ουλώδης ιστός) – εξου και το όνομα κυστική ίνωση.

Η πάθηση προκαλείται από μια μετάλλαξη (αλλαγή) σε ένα συγκεκριμένο γονίδιο που ονομάζεται Cystic Fibrosis Transmembrane Conductance Regulator (CFTR). Το γονίδιο αυτό ευθύνεται για τον έλεγχο της ροής αλατιού και υγρών μέσα και έξω από τα κύτταρα μας. Εάν το γονίδιο CFTR δεν λειτουργεί σωστά, η κολλώδης βλέννα συσσωρεύεται σε όλο το σώμα μας.

Για να εμφανίσει κάποιος κυστική ίνωση, πρέπει να κληρονομήσει ένα μεταλλαγμένο αντίγραφο του γονιδίου και από τους δύο γονείς του. Αν κληρονομήσει μόνο ένα, δεν θα έχει συμπτώματα. Αλλά θα είναι «φορέας» της νόσου. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει μια πιθανότητα να το μεταφέρει στο δικό του παιδί μια μέρα.

Στον προγεννητικό έλεγχο για κυστική ίνωση, υπάρχουν δύο βασικά προβλήματα:

α) οι φορείς / υποψήφιοι γονείς είναι απόλυτα υγιείς, χωρίς κανένα σύμπτωμα και επομένως χωρίς κάποιο τρόπο να τους αναγνωρίσουμε και

β) το γονίδιο (CFTR) είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος με πάρα πολλές πιθανές μεταλλάξεις (>1800).

Επιπλέον, οι μεταλλάξεις στο γονίδιο δεν είναι ίδιες σε συχνότητα σε όλους τους πληθυσμούς, με πολύ σημαντικές διαφορές, για παράδειγμα, μεταξύ λαών. Λόγω λοιπόν του μεγάλου αριθμού, αλλά και της διαφορετικής συχνότητας των μεταλλάξεων στους διάφορους πληθυσμούς-εθνότητες, είναι σχεδόν αδύνατο να σχεδιασθεί μια συγκεκριμένη ομάδα-αριθμός μεταλλάξεων που θα ελέγχονται παγκοσμίως.

Η ανάλυση για την αποκάλυψη φορέων της νόσου συνιστάται να εκτελείται για ποσοστό που να καλύπτει ~90% των κλασσικών παθολογικών μεταλλάξεων του συγκεκριμένου πληθυσμού. Κι αυτό γιατί, εάν κάποιος βρεθεί αρνητικός μετά από αυτό τον έλεγχο, δεν χρειάζεται να ελεγχθεί κι ο άλλος γονέας, αφού τότε ο κίνδυνος του ζεύγους να αποκτήσει πάσχον τέκνο μειώνεται σημαντικά και γίνεται ~1/17.000 (από ~1/2800 που είναι στο γενικό πληθυσμό στην Ελλάδα).

Για το λόγο αυτό και σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες, ο καθιερωμένος έλεγχος που εκτελούμε για την διάγνωση του φορέα έχει ενσωματώσει πολλές Ελληνικές μεταλλάξεις της νόσου (ελέγχονται συνολικά 59 μεταλλάξεις) και καλύπτει ~90% των μεταλλάξεων στον Ελληνικό πληθυσμό (το ίδιο ποσοστό αν όχι μεγαλύτερο ισχύει και για άλλους Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς).

Διαβάστε περισσότερα

Η κυστική ίνωση ή ινοκυστική νόσος οφείλεται σε >1800 διαφορετικές μεταλλάξεις του γονιδίου CFTR και είναι το πιο συχνό γενετικό νόσημα στον Καυκάσιο πληθυσμό, με συχνότητα φορέων 1/25 -1/30.

Το χαρακτηριστικό της νόσου είναι πως ότι οι σωματικές εκκρίσεις γίνονται παχύρρευστες και στεγνώνουν, με αποτέλεσμα να φράζουν έτσι τους αεραγωγούς και τους πόρους πολλών οργάνων του σώματος, όπως οι πνεύμονες, το πάγκρεας και το συκώτι. Άλλα χαρακτηριστικά είναι η προοδευτική απόφραξη του αναπνευστικού, παγκρεατική ανεπάρκεια, κακή αναρρόφηση, ανδρική υπογονιμότητα και γενικά μειωμένη διάρκεια ζωής. Η νόσος εκφράζεται και κληρονομείται με τον αυτοσωματικό υπολειπόμενο τρόπο, που σημαίνει ότι οι πάσχοντες φέρουν υποχρεωτικά μεταλλάξεις και στα δυο αντίγραφα του γονιδίου CFTR, τις οποίες έχουν κληρονομήσει (καθεμία) από τους δυο γονείς-φορείς.

Ειδικότερα στον έλεγχο της αναπαραγωγής, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι μια συγκεκριμένη κατηγορία ειδικών μεταλλάξεων στο γονίδιο CFTR της κυστικής ίνωσης στους άνδρες μόνο οδηγεί σε συγγενή αμφοτερόπλευρη απουσία σπερματοδόχου πόρου (CBAVD), με εικόνα αποφρακτικής αζωο-ολιγοσπερμίας. Η CBAVD είναι υπεύθυνη για ~1.5% της ανδρικής στειρότητας γενικά, ενώ ~80% των ασθενών με CBAVD έχουν τουλάχιστον μία μετάλλαξη στο γονίδιο CFTR. Επομένως σε άνδρες με αποφρακτική αζωοσπερμία, κι ειδικά στα πλαίσια προετοιμασίας για εξωσωματική γονιμοποίηση, πρέπει να εξετασθεί ειδικά η τυχόν ύπαρξη μεταλλάξεων της κυστικής ίνωσης για την επιβεβαίωση της συγκεκριμένης βλάβης, με κατάλληλη προσαρμοσμένη γενετική ανάλυση. Επιπλέον, ο έλεγχος είναι επίσης σημαντικός γιατί εάν βρεθεί κάποια μετάλλαξη, λόγω της μεγάλης συχνότητας φορέων στον πληθυσμό (1 στα 25 άτομα), θα πρέπει οπωσδήποτε να εξετασθεί η μητέρα, με διευρυμένο έλεγχο για >99% των μεταλλάξεων, για να διαπιστωθεί ο κίνδυνος να αποκτήσουν πάσχον παιδί.

Δύο είναι τα ιδιαίτερα προβλήματα γενετικού ελέγχου της κυστικής ίνωσης:

α) οι φορείς είναι απόλυτα υγιείς, χωρίς κανένα σύμπτωμα και επομένως χωρίς κάποιο τρόπο να τους αναγνωρίσουμε και

β)το γονίδιο (CFTR) είναι σχετικά μεγάλο σε μέγεθος με πάρα πολλές πιθανές μεταλλάξεις (>1800).

Επιπλέον, οι μεταλλάξεις στο γονίδιο δεν είναι ίδιες σε συχνότητα σε όλους τους πληθυσμούς, με πολύ σημαντικές διαφορές, για παράδειγμα, μεταξύ λαών της Β. Ευρώπης και της Μεσογείου. Λόγω λοιπόν του μεγάλου αριθμού, αλλά και της διαφορετικής συχνότητας των μεταλλάξεων στους διάφορους πληθυσμούς-εθνότητες, είναι σχεδόν αδύνατο να σχεδιασθεί μια συγκεκριμένη ομάδα-αριθμός μεταλλάξεων που θα ελέγχονται παγκοσμίως. Η ανάλυση για την αποκάλυψη φορέων της νόσου συνιστάται να εκτελείται για ποσοστό που να καλύπτει ~90% των κλασσικών παθολογικών μεταλλάξεων του συγκεκριμένου πληθυσμού. Κι αυτό γιατί, εάν κάποιος βρεθεί αρνητικός μετά από αυτό τον έλεγχο, δεν χρειάζεται να ελεγχθεί κι ο άλλος γονέας, αφού τότε ο κίνδυνος του ζεύγους να αποκτήσει πάσχον τέκνο μειώνεται σημαντικά και γίνεται ~1/17.000 (από ~1/2800 που είναι στο γενικό πληθυσμό στην Ελλάδα).

Για το λόγο αυτό και σύμφωνα με τις διεθνείς οδηγίες, ο καθιερωμένος έλεγχος που εκτελούμε για την διάγνωση του φορέα έχει ενσωματώσει πολλές Ελληνικές μεταλλάξεις της νόσου (ελέγχονται συνολικά 59 μεταλλάξεις) και καλύπτει ~90% των μεταλλάξεων στον Ελληνικό πληθυσμό (το ίδιο ποσοστό αν όχι μεγαλύτερο ισχύει και για άλλους Ευρωπαϊκούς πληθυσμούς).

Σε πάσχοντες και σε ειδικές περιπτώσεις που έχουν υψηλό κίνδυνο (π.χ. ο ένας γονέας είναι φορέας) ή σε άντρες με αποφρακτική αζωοσπερμία, συνιστάται να εφαρμοσθεί ο διευρυμένος έλεγχος με πλήρη ανάλυση της αλληλουχίας του DNA όλου του γονιδίου CFTR, καλύπτοντας ποσοστό 99% των μεταλλάξεων της νόσου.

Πρέπει να σημειωθεί ότι με βάση διεθνείς οδηγίες και συστάσεις, κι άσχετα με το κόστος, ο διευρυμένος γενετικός έλεγχος με ανάλυση όλου του γονιδίου δεν συνιστάται να εφαρμόζεται ως γενικός έλεγχος φορέων στο γενικό πληθυσμό, αφού συχνά αποκαλύπτει μεταλλάξεις που δεν είναι παθολογικές κι οδηγεί σε αναστάτωση των εξεταζόμενων κι άσκοπους περαιτέρω ελέγχους.

Η InterGenetics συμμετέχει για πολλά χρόνια και με απόλυτη επιτυχία στον ετήσιο εξωτερικό έλεγχο ποιότητας (EQA) για τον έλεγχο της κυστικής ίνωσης που οργανώνει το CF Network.

Παρακαλούμε πατήστε εδώ (Γενικές Πληροφορίες για τις εξετάσεις) για γενικές οδηγίες και το παραπεμπτικό